- ξεμανταλώνω
- μετ. отодвигать засов, задвижку; открывать, отпирать (дверь, ворота и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμανταλώνω — τραβώ τον μάνταλο τής πόρτας, ανοίγω την πόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μανταλώνω] … Dictionary of Greek
ξεμαντάλωμα — το [ξεμανταλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμανταλώνω, η αφαίρεση τού μαντάλου, ξεκλείδωμα … Dictionary of Greek
αναζυγώ — ἀναζυγῶ ( όω) (ΑΜ) βγάζω τον σύρτη, ξεμανταλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα στερ. + ζυγῶ «μανταλώνω, κλείνω»] … Dictionary of Greek
ξεμαντάλωτος — η, ο [ξεμανταλώνω] αυτός που τού έχουν αφαιρέσει το μάνταλο, ανοιχτός … Dictionary of Greek
ξεμανταλωμός — ο [ξεμανταλώνω] 1. το ξεμαντάλωμα 2. μτφ. περιορισμός, περιστολή … Dictionary of Greek